- νευρ(ο)-
- α' συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitisνευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy κ.ά.).Σύνθ. με α' συνθετικό νευρ(ο)-: νευραγμία, νευράκανθα, νευραλγία, νευραμινικός, νευραναστόμωση, νευράξονας, νευραπόφυση, νευρασθένεια, νευρασθενής, νευρατροφία, νευρείλημα, νευρεκτομή, νευρεξαγωγή, νευρεξαγωγός, νευρινίδιο, νευρίνωμα, νευροαμφιβληστροειδίτιδα,, νευροαντίδραση, νευροαρθριτικός, νευροαρθριτισμός, νευροβλάστη, νευρογενής, νευρογλοία, νευρογραφία, νευρογραφικός, νευρογράφος, νευροδερματίτιδα, νευροδερμάτωση, νευροδοχίτιδα, νευροθερμόμετρο, νευροθηλίτιδα, νευροκαβαλίκεμα, νευροκερατίνη, νευροκράνιο, νευροκρινία, νευρολεμφωμάτωση, νευρολογία, νευρολόγος, νευρομυελίτιδα, νευρομυϊκός, νευροπάθεια, νευροπαθολόγος, νευροπληγία, νευροπροβασία, νευρόπτερα, νευρορραφή, νευροσφαιρίνη, νευροσωμάτιο, νευροτακτισμός, νευροτομία, νευροτονία, νευροτοξίνη, νευρότριχος, νευροτροπισμός, νευρότροπος, νευροϋπόφυση, νευρόφιλος, νευροφυτικός, νευροφωνία, νευροχειρουργική, νευροχειρουργός, νευροψυχιατρική, νευροψυχίατρος, νευροψυχικός].
Dictionary of Greek. 2013.